- άκαυστος
- -η, -ο και άκαυτος, -η, -ο (Α ἄκαυστος, -ον)1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί2. εκείνος που δεν μπορεί να καείνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά3. «άκαυτο μέλι» — μέλι το οποίο δεν έχουν μαζέψει ζεσταίνοντας τις κερήθρεςαρχ.1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί«ἄκαυστος αἱμορροΐς» (Ιπποκράτης)2. όποιος καίγεται αδιάκοπα«κατέδεται αὐτὸν πῡρ ἄκαυστον» (ΠΔ Ιώβ 20.26).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καυστός ή καυτός* < καίω*ΠΑΡ. αρχ. ἀκαυστῶ].
Dictionary of Greek. 2013.